Η Αμυγδαλιά ήταν ένα νέο, πανέμορφο, ροδαλό κορίτσι. Η μητέρα της την αγαπούσε πολύ, φοβόταν όμως τις κρύες μέρες του χειμώνα να την αφήσει να βγει έξω για να μην κρυώσει. Γι’ αυτό την κλείδωνε στο δωμάτιο της. Μια μέρα όμως ο Βοριάς πέρασε έξω από το παράθυρο της, την είδε και την ερωτεύτηκε. Πώς όμως θα ερωτευόταν και αυτή το Βοριά?
Τριγυρνούσε θλιμμένος έξω από το παράθυρο της. Ώσπου μια νύχτα σκέφτηκε να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα. Ο Βοριάς παρουσιάστηκε στην αμυγδαλιά σαν όμορφος νεαρός άντρας και της ζήτησε αμέσως να παντρευτούν. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε και δέχτηκε την πρόταση του. Μια μέρα λοιπόν,που έλειπε η μητέρα της από το παλάτι, βγήκε έξω τρέχοντας και αγκάλιασε το Βοριά. Δεν άντεξε την παγωνιά και απ’ το κρύο του ξεψύχησε και έμεινε ακίνητη. Τα παιδιά της γειτονιάς, έβλεπαν την αμυγδαλιά και καθώς περνούσαν για το σχολείο τους, στεναχωριόνταν που την έβλεπαν μαραμένη και ακίνητη. Ώσπου μια μέρα τα παιδιά της γειτονιάς, το πήραν απόφαση, την επισκεφτήκανε, πήγαν κοντά της, της μίλησαν, την αγκάλιασαν και έπαιξαν μαζί της. Η αγάπη των παιδιών ήταν τόσο δυνατή που με το που την αγκάλιασαν, η αμυγδαλιά ζωντάνεψε και από τη χαρά της άρχισε να δίνει στα παιδιά το πολυτιμότερο αγαθό, την αγάπη της, τα άνθη της, τους καρπού της, τη γλυκιά της γεύση. Τα παιδιά ξετρελάθηκαν, έστησαν τρελό χώρο, τραγούδησαν, έπαιξαν μαζί της, πέρασαν όμορφα. Σιγά σιγά όμως η μέρα έφτασε στο τέλος, έπρεπε να φύγουν και την αποχαιρέτησαν.
Νυφούλα την ονόμασαν φεύγοντας τα παιδιά, νυφούλα του χειμώνα. Και τότε με μίας, η ωραία αμυγδαλιά, έμεινε πάλι ακίνητη, να χαρίζει απλόχερα την μορφιά της, συνεχίζοντας να δέχεται το άγγιγμα του αγαπημένου της Βοριά.